Ο ΜΗΝΑΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ
Όπως συνηθίζει να λέει ο λαός μας: «Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνας». Oι καιρικές, όμως, συνθήκες που επικρατούν συνήθως τον Σεπτέμβριο δεν μας επιτρέπουν να το πιστέψουμε! Γιατί, παρ’ όλο που υποτίθεται ότι με την έλευση του Σεπτεμβρίου αρχίζει το φθινόπωρο, κάθε χρόνο φαίνεται ότι ακόμη και σε όλη τη διάρκεια του μήνα το καλοκαίρι καλά κρατεί. Ο καιρός όμως σιγά-σιγά αρχίζει ν’ αλλάζει και να μας προετοιμάζει για τον επερχόμενο χειμώνα. Στο τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, άλλωστε, ξεκινάει επίσημα και το φθινόπωρο, με την άφιξη του Ήλιου στο φθινοπωρινό ισημερινό σημείο της τροχιάς του στις 22 του μήνα.
Ο Σεπτέμβριος είναι επίσης και ο μήνας της επιστροφής των μαθητών στα σχολεία για μια νέα χρονιά. Από τις αρχές, άλλωστε, του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Σεπτέμβριος καθιερώθηκε ως η αρχή του εκκλησιαστικού αλλά και του πολιτικού έτους, επειδή η 1η Σεπτεμβρίου συνέπιπτε με την αρχή της ινδικτιώνος. Ακόμη και σήμερα η Ανατολική Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου ως «αρχή της ινδίκτου». Όπως μας πληροφορεί η Μαρίνα Δετοράκη: «Η λέξη ινδικτιών σημαίνει κατ’ αρχήν τον προσδιορισμό του ετήσιου ποσού που έπρεπε να καταβάλλουν οι Ρωμαίοι πολίτες ως φόρο. Συνεκδοχικά, πήρε τη σημασία της οικονομικής χρονιάς, και όταν οι φόροι ρυθμίζονταν με βάση μια περίοδο περισσοτέρων ετών, ινδικτιών ονομάστηκε το σύνολο αυτών των ετών… Κατέληξε έτσι να σημαίνει ένα θεσμοθετημένο κύκλο 15 ετών, συνεχώς επαναλαμβανόμενο (όπως η εβδομάδα ή ο μήνας), που χρησιμοποιήθηκε για τη χρονολόγηση πράξεων και γεγονότων… που τελικά παγιώθηκε ως το δημοφιλέστερο σύστημα χρονολόγησης για τους Βυζαντινούς, και η 1η Σεπτεμβρίου ως η αρχή του έτους τους». Γι’ αυτό, άλλωστε, σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας η 31η Αυγούστου ονομάζεται «κλειδοχρονιά» επειδή «κλειδώνει» (τελειώνει) ο προηγούμενος χρόνος, ενώ η 1η Σεπτεμβρίου ονομάζεται «αρχιχρονιά».
Ο Σεπτέμβριος, όμως, έχει κι άλλες ονομασίες, όπως «Σταυριάτης» ή «Σταυρίτης» λόγω της μεγάλης γιορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 του μήνα. Όπως μας αναφέρει ο Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης: «Η μέρα της γιορτής αυτής σε πολλά μέρη αποτελεί χρονικό σταθμό στις τοπικές αγροτικές και ποιμενικές εργασίες και λαμβάνεται ως η αρχή ή το τέρμα για τις σχετικές συμβάσεις. Αλλά σταθμό αποτελούσε παλαιότερα και για τους ναυτικούς, οι οποίοι τότε σταματούσαν τα μακρινά ταξίδια με ιστιοφόρα, όπως συμβούλευε η παροιμία: “Του Σταυρού, σταύρωνε και δένε”. Στις εκκλησίες μοιράζεται τη μέρα αυτή βασιλικός, εκκλησιαστική συνήθεια που πηγάζει από την παράδοση ότι στο μέρος όπου βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός είχε φυτρώσει το αρωματικό αυτό φυτό, που για το λόγο αυτό λέγεται και σταυρολούλουδο… Με το βασιλικό από την εκκλησία και με αγιασμό της ημέρας ετοιμάζεται το νέο προζύμι για όλη τη χρονιά».
Κυρίως, όμως, ο Σεπτέμβριος είναι γνωστός με την ονομασία «Τρυγομηνάς» ή «Τρυγητής». Όπως γράφει, με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, η Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη: «Την καθολική και πυρετώδη συμμετοχή της κοινότητας αποδίδει η παροιμιακή φράση “θέρος, τρύγος, πόλεμος”. Η συμμετοχή όλων των κατοίκων του οικισμού αναδείκνυε τον τρύγο σε ευχάριστη εργασία, που συχνά έπαιρνε το χαρακτήρα πανηγυριού… Η μεταφορά των σταφυλιών στο ληνό (πατητήρι, αργαστήρι, καρούτα, πατερό, τραπεζονιά, σκαφόνι κ.ά.) γίνεται με ζώα, με κάρα ή με μηχανικά μέσα, σήμερα πια στα πατητήρια. Το πατητήρι διαφέρει από περιοχή σε περιοχή ως προς το σχήμα και τη χωρητικότητα. Αλλού είναι κτιστή παραλληλεπίπεδη δεξαμενή με κλίση του δαπέδου προς την πλευρά απ’ όπου εξέρχεται ο μούστος, αλλού είναι ένας μεγάλος ξύλινος ή πλεχτός φορητός κάδος, που τοποθετείται κατά το πάτημα πάνω σε κτιστή δεξαμενή (υπολήνιο, αποδοχάρι, δοχειό κ.ά.), μέσα στην οποία ρέει ο μούστος. Το πάτημα των σταφυλιών γίνεται από τους “πατητάδες”. Το γλεύκος (μούστος, απόσταμα, βράσμα, λαγάρι, πρόσυρο κ.ά.) μεταφέρεται και αποθηκεύεται συνήθως σε μεγάλα βαρέλια, που έχουν πλυθεί με ειδικά αρωματικά φυτά (σχίνο, μυρτιά, δάφνη κ.ά.) κι έχουν απολυμανθεί με θειάφι ή έχουν ρετσινωθεί. Μέσα εκεί ο μούστος “βράζει”, ζυμώνεται και γίνεται κρασί».
Όπως γράφει και ο Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894) στο «Τραγούδι του τρυγητού»: «Αμπέλι μου πλατύφυλλο/ και καλοκλαδεμένο,/ δέσε σταφύλια κόκκινα,/ να μπω να σε τρυγήσω,/ να κάμω αθάνατο κρασί,/ μοσχοβολιά γιομάτο». Ο τρυγητός των αμπελιών και η δημιουργία του κρασιού είναι, άλλωστε, μια πανάρχαια διαδικασία που ανάγεται στην περίοδο της γεωργικής επανάστασης πριν από περίπου 7.000 χρόνια, ενώ και οι αρχαίοι Έλληνες ασχολήθηκαν με την οινοποιία τουλάχιστον από το 1700 π.Χ. Η σχετική μάλιστα μυθολογία για το κρασί, και η σύνδεσή του με το θεό Διόνυσο, είναι ιδιαίτερα πλούσια. Γιατί το κρασί αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν όχι μόνο ως βασικό συστατικό της διατροφής, αλλά και της θρησκείας, αφού οι Έλληνες πίστευαν ότι το αίμα του σταφυλιού είναι αίμα του θεού Διονύσου και ότι πίνοντας κρασί μεταλαμβάνουν από το αίμα του θεού.
Η λατρεία του Διονύσου συνάντησε αρκετές δυσκολίες. Αρχικά, μάλιστα, και μια κάποια καχυποψία απέναντι στο κρασί, όπως αποτυπώνεται σε πολλούς σχετικούς μύθους. Πάρτε, για παράδειγμα, έναν αττικό μύθο που συνδέει τον αστερισμό της Παρθένου με το κρασί. Σύμφωνα με το μύθο αυτό, ο αστερισμός της Παρθένου αντιπροσωπεύει την Ηριγόνη, την κόρη του Ικάριου που πρώτος υποδέχτηκε τον Διόνυσο στην Αττική και από τον οποίο έμαθε την τέχνη να φτιάχνει το κρασί. Στον τόπο που έγινε η συνάντηση εκείνη φυτεύτηκε το πρώτο αμπέλι και η περιοχή ονομάστηκε από τότε Διόνυσος.
Όταν ο Ικάριος προσέφερε το νέο αυτό ποτό στους απλοϊκούς βοσκούς της περιοχής, αυτοί μέθυσαν από το πολύ κρασί που ήπιαν και νόμισαν ότι ο Ικάριος πήγε να τους φαρμακώσει. Γι’ αυτό έπεσαν πάνω του και τον έκαναν κομμάτια. Μόνο όταν ξεμέθυσαν κατάλαβαν το λάθος τους και τον έθαψαν με τιμές κάτω από ένα τεράστιο πεύκο που ο κορμός του έσταζε από τότε ρετσίνα. Στο πεύκο αυτό οδηγήθηκε η Ηριγόνη από την πιστή σκύλα του Ικάριου και από το κλαψούρισμά της κατάλαβε ότι ο πατέρας της ήταν θαμμένος εκεί. Τότε με τη ζώνη της κρεμάστηκε κι αυτή από το ίδιο πεύκο. Ο Δίας αποφάσισε τότε να μετατρέψει τα πρόσωπα του μύθου σε αστερισμούς, βάζοντας τον Ικάριο στον αστερισμό του Βοώτη, την Ηριγόνη στον αστερισμό της Παρθένου και την σκύλα στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός.
Διονύσης Σιμόπουλος, Οι Μήνες Σεπτέμβριος και Οκτώβριος, Γεωτρόπιο Ελευθεροτυπίας, Τεύχος 489 (29 Αυγούστου 2009)
Όπως συνηθίζει να λέει ο λαός μας: «Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνας». Oι καιρικές, όμως, συνθήκες που επικρατούν συνήθως τον Σεπτέμβριο δεν μας επιτρέπουν να το πιστέψουμε! Γιατί, παρ’ όλο που υποτίθεται ότι με την έλευση του Σεπτεμβρίου αρχίζει το φθινόπωρο, κάθε χρόνο φαίνεται ότι ακόμη και σε όλη τη διάρκεια του μήνα το καλοκαίρι καλά κρατεί. Ο καιρός όμως σιγά-σιγά αρχίζει ν’ αλλάζει και να μας προετοιμάζει για τον επερχόμενο χειμώνα. Στο τελευταίο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, άλλωστε, ξεκινάει επίσημα και το φθινόπωρο, με την άφιξη του Ήλιου στο φθινοπωρινό ισημερινό σημείο της τροχιάς του στις 22 του μήνα.
Ο Σεπτέμβριος είναι επίσης και ο μήνας της επιστροφής των μαθητών στα σχολεία για μια νέα χρονιά. Από τις αρχές, άλλωστε, του 4ου αιώνα μ.Χ. ο Σεπτέμβριος καθιερώθηκε ως η αρχή του εκκλησιαστικού αλλά και του πολιτικού έτους, επειδή η 1η Σεπτεμβρίου συνέπιπτε με την αρχή της ινδικτιώνος. Ακόμη και σήμερα η Ανατολική Εκκλησία εξακολουθεί να εορτάζει την 1η Σεπτεμβρίου ως «αρχή της ινδίκτου». Όπως μας πληροφορεί η Μαρίνα Δετοράκη: «Η λέξη ινδικτιών σημαίνει κατ’ αρχήν τον προσδιορισμό του ετήσιου ποσού που έπρεπε να καταβάλλουν οι Ρωμαίοι πολίτες ως φόρο. Συνεκδοχικά, πήρε τη σημασία της οικονομικής χρονιάς, και όταν οι φόροι ρυθμίζονταν με βάση μια περίοδο περισσοτέρων ετών, ινδικτιών ονομάστηκε το σύνολο αυτών των ετών… Κατέληξε έτσι να σημαίνει ένα θεσμοθετημένο κύκλο 15 ετών, συνεχώς επαναλαμβανόμενο (όπως η εβδομάδα ή ο μήνας), που χρησιμοποιήθηκε για τη χρονολόγηση πράξεων και γεγονότων… που τελικά παγιώθηκε ως το δημοφιλέστερο σύστημα χρονολόγησης για τους Βυζαντινούς, και η 1η Σεπτεμβρίου ως η αρχή του έτους τους». Γι’ αυτό, άλλωστε, σε ορισμένες περιοχές της χώρας μας η 31η Αυγούστου ονομάζεται «κλειδοχρονιά» επειδή «κλειδώνει» (τελειώνει) ο προηγούμενος χρόνος, ενώ η 1η Σεπτεμβρίου ονομάζεται «αρχιχρονιά».
Ο Σεπτέμβριος, όμως, έχει κι άλλες ονομασίες, όπως «Σταυριάτης» ή «Σταυρίτης» λόγω της μεγάλης γιορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού στις 14 του μήνα. Όπως μας αναφέρει ο Γεώργιος Ν. Αικατερινίδης: «Η μέρα της γιορτής αυτής σε πολλά μέρη αποτελεί χρονικό σταθμό στις τοπικές αγροτικές και ποιμενικές εργασίες και λαμβάνεται ως η αρχή ή το τέρμα για τις σχετικές συμβάσεις. Αλλά σταθμό αποτελούσε παλαιότερα και για τους ναυτικούς, οι οποίοι τότε σταματούσαν τα μακρινά ταξίδια με ιστιοφόρα, όπως συμβούλευε η παροιμία: “Του Σταυρού, σταύρωνε και δένε”. Στις εκκλησίες μοιράζεται τη μέρα αυτή βασιλικός, εκκλησιαστική συνήθεια που πηγάζει από την παράδοση ότι στο μέρος όπου βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός είχε φυτρώσει το αρωματικό αυτό φυτό, που για το λόγο αυτό λέγεται και σταυρολούλουδο… Με το βασιλικό από την εκκλησία και με αγιασμό της ημέρας ετοιμάζεται το νέο προζύμι για όλη τη χρονιά».
Κυρίως, όμως, ο Σεπτέμβριος είναι γνωστός με την ονομασία «Τρυγομηνάς» ή «Τρυγητής». Όπως γράφει, με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο, η Αικατερίνη Πολυμέρου-Καμηλάκη: «Την καθολική και πυρετώδη συμμετοχή της κοινότητας αποδίδει η παροιμιακή φράση “θέρος, τρύγος, πόλεμος”. Η συμμετοχή όλων των κατοίκων του οικισμού αναδείκνυε τον τρύγο σε ευχάριστη εργασία, που συχνά έπαιρνε το χαρακτήρα πανηγυριού… Η μεταφορά των σταφυλιών στο ληνό (πατητήρι, αργαστήρι, καρούτα, πατερό, τραπεζονιά, σκαφόνι κ.ά.) γίνεται με ζώα, με κάρα ή με μηχανικά μέσα, σήμερα πια στα πατητήρια. Το πατητήρι διαφέρει από περιοχή σε περιοχή ως προς το σχήμα και τη χωρητικότητα. Αλλού είναι κτιστή παραλληλεπίπεδη δεξαμενή με κλίση του δαπέδου προς την πλευρά απ’ όπου εξέρχεται ο μούστος, αλλού είναι ένας μεγάλος ξύλινος ή πλεχτός φορητός κάδος, που τοποθετείται κατά το πάτημα πάνω σε κτιστή δεξαμενή (υπολήνιο, αποδοχάρι, δοχειό κ.ά.), μέσα στην οποία ρέει ο μούστος. Το πάτημα των σταφυλιών γίνεται από τους “πατητάδες”. Το γλεύκος (μούστος, απόσταμα, βράσμα, λαγάρι, πρόσυρο κ.ά.) μεταφέρεται και αποθηκεύεται συνήθως σε μεγάλα βαρέλια, που έχουν πλυθεί με ειδικά αρωματικά φυτά (σχίνο, μυρτιά, δάφνη κ.ά.) κι έχουν απολυμανθεί με θειάφι ή έχουν ρετσινωθεί. Μέσα εκεί ο μούστος “βράζει”, ζυμώνεται και γίνεται κρασί».
Όπως γράφει και ο Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894) στο «Τραγούδι του τρυγητού»: «Αμπέλι μου πλατύφυλλο/ και καλοκλαδεμένο,/ δέσε σταφύλια κόκκινα,/ να μπω να σε τρυγήσω,/ να κάμω αθάνατο κρασί,/ μοσχοβολιά γιομάτο». Ο τρυγητός των αμπελιών και η δημιουργία του κρασιού είναι, άλλωστε, μια πανάρχαια διαδικασία που ανάγεται στην περίοδο της γεωργικής επανάστασης πριν από περίπου 7.000 χρόνια, ενώ και οι αρχαίοι Έλληνες ασχολήθηκαν με την οινοποιία τουλάχιστον από το 1700 π.Χ. Η σχετική μάλιστα μυθολογία για το κρασί, και η σύνδεσή του με το θεό Διόνυσο, είναι ιδιαίτερα πλούσια. Γιατί το κρασί αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν όχι μόνο ως βασικό συστατικό της διατροφής, αλλά και της θρησκείας, αφού οι Έλληνες πίστευαν ότι το αίμα του σταφυλιού είναι αίμα του θεού Διονύσου και ότι πίνοντας κρασί μεταλαμβάνουν από το αίμα του θεού.
Η λατρεία του Διονύσου συνάντησε αρκετές δυσκολίες. Αρχικά, μάλιστα, και μια κάποια καχυποψία απέναντι στο κρασί, όπως αποτυπώνεται σε πολλούς σχετικούς μύθους. Πάρτε, για παράδειγμα, έναν αττικό μύθο που συνδέει τον αστερισμό της Παρθένου με το κρασί. Σύμφωνα με το μύθο αυτό, ο αστερισμός της Παρθένου αντιπροσωπεύει την Ηριγόνη, την κόρη του Ικάριου που πρώτος υποδέχτηκε τον Διόνυσο στην Αττική και από τον οποίο έμαθε την τέχνη να φτιάχνει το κρασί. Στον τόπο που έγινε η συνάντηση εκείνη φυτεύτηκε το πρώτο αμπέλι και η περιοχή ονομάστηκε από τότε Διόνυσος.
Όταν ο Ικάριος προσέφερε το νέο αυτό ποτό στους απλοϊκούς βοσκούς της περιοχής, αυτοί μέθυσαν από το πολύ κρασί που ήπιαν και νόμισαν ότι ο Ικάριος πήγε να τους φαρμακώσει. Γι’ αυτό έπεσαν πάνω του και τον έκαναν κομμάτια. Μόνο όταν ξεμέθυσαν κατάλαβαν το λάθος τους και τον έθαψαν με τιμές κάτω από ένα τεράστιο πεύκο που ο κορμός του έσταζε από τότε ρετσίνα. Στο πεύκο αυτό οδηγήθηκε η Ηριγόνη από την πιστή σκύλα του Ικάριου και από το κλαψούρισμά της κατάλαβε ότι ο πατέρας της ήταν θαμμένος εκεί. Τότε με τη ζώνη της κρεμάστηκε κι αυτή από το ίδιο πεύκο. Ο Δίας αποφάσισε τότε να μετατρέψει τα πρόσωπα του μύθου σε αστερισμούς, βάζοντας τον Ικάριο στον αστερισμό του Βοώτη, την Ηριγόνη στον αστερισμό της Παρθένου και την σκύλα στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός.
Διονύσης Σιμόπουλος, Οι Μήνες Σεπτέμβριος και Οκτώβριος, Γεωτρόπιο Ελευθεροτυπίας, Τεύχος 489 (29 Αυγούστου 2009)